τριβοβατώ

τριβοβατώ
-έω, Α
1. περιφέρομαι στους δρόμους
2. (μόνο μτφ.) είμαι έμπειρος («ὥσπερ ἔλαφοι ἐν τῷ ὄρει, τριβοβατοῡσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἁγίων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβος «δημόσιος δρόμος» + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο-βατῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”